- μεταμώνιος
- μετᾰμώνιος1 vain
ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.6
n. pl. pro subs.,μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.6
n. pl. pro subs.,μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν P. 3.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεταμώνιος — μεταμώνιος, ον (Α) 1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητος («κονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ.… … Dictionary of Greek
μεταμώνιος — vain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμώνιον — μεταμώνιος vain masc/fem acc sg μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμώνια — μεταμώνιος vain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
манити — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. μεταμώνιος) манить, привлекать, обманывать … Словарь церковнославянского языка
ανεμώλιος — ἀνεμώλιος, ον (Α) 1. (για πράγματα) μάταιος, ανώφελος, άχρηστος 2. (για πρόσωπα) άστατος, ανίκανος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανεμώνιος < άνεμος + (επίθημα) ώνιος, με ανομοίωση ( ωλιος < ωνιος). Το επίθημα ώνιος είναι αιολικό καί ισοδυναμεί… … Dictionary of Greek
an(ǝ)-3 (*ḫenaḫ-) — an(ǝ) 3 (*ḫenaḫ ) English meaning: “to breathe” Note: Root an(ǝ) 3 : “to breathe” derived from a reduction of Root anĝhen : ‘smell, odour; person” as in Arm. anjn (for older *anj), gen. anjin “ soul, being, person “: O.N. angi m. “… … Proto-Indo-European etymological dictionary